- πέλεκκον
- πέλεκκονaxe-handlemasc acc sgπέλεκκονaxe-handleneut nom/voc/acc sgπέλεκκοςaxe-handlemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέλεκκον — τὸ, και πέλεκκος, ὁ, Α η λαβή τού πελέκεως, το στειλιάρι («εἵλετο... ἀξίνην... ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκῳ μακρῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *πέλεκ F ον < πέλεκυς (πρβλ. λάκκος < *λάκFος)] … Dictionary of Greek
πελέκκῳ — πέλεκκον axe handle masc dat sg πέλεκκον axe handle neut dat sg πέλεκκος axe handle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλεκκος — πέλεκκον axe handle masc nom sg πέλεκκος axe handle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιπέλεκκον — ἡμιπέλεκκον, τὸ (Α) μισός πέλεκυς, μονόστομος, με μια μόνο κόψη (σε αντίθ. προς τον συνηθισμένο δίστομο πέλεκυ) («ἐτίθει δέκα πελέκεας, δέκα δ ἡμιπέλεκκα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πέλεκκον < πέλεκυς (πρβλ. αμφι πέλεκκον] … Dictionary of Greek
πελεκυνάριον — τὸ, Α [πέλεκυς] το πέλεκκον* … Dictionary of Greek